- ποντιακή διάλεκτος
- Bλ. λ. Πόντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάλεκτος — η η γλωσσική διαφοροποίηση μιας γλώσσας από τόπο σε τόπο, το γλωσσικό ιδίωμα: Η ποντιακή διάλεκτος ήταν η γλώσσα των προγόνων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
Pontische Sprache — Pontisch (ποντιακά) Gesprochen in Aserbaidschan, Deutschland, Georgien, Griechenland, Kanada, Kasachstan, Türkei, Russland, Ukraine, USA Sprecher 324.535 Ling … Deutsch Wikipedia
Rumca — Pontisch (ποντιακά) Gesprochen in Aserbaidschan, Deutschland, Georgien, Griechenland, Kanada, Kasachstan, Türkei, Russland, Ukraine, USA Sprecher 324.535 Linguisti … Deutsch Wikipedia
Grec Pontique — Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie, Allemagne Région Sud est de l’Europe Nombre de locuteurs 324 535 Typologie SVO … Wikipédia en Français
Grec pontique — Cet article concerne la langue grecque pontique. Pour le peuple grec pontique, voir Pontiques. Grec pontique Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie … Wikipédia en Français
Греческая ветвь — Греческая группа в настоящее время это одна из самых своеобразных и относительно малочисленных языковых групп (семей) в составе индоевропейских языков. При этом греческая группа одна из самых древних и хорошо изученных ещё со времён… … Википедия
Греческая группа языков — Греческая группа в настоящее время это одна из самых своеобразных и относительно малочисленных языковых групп (семей) в составе индоевропейских языков. При этом греческая группа одна из самых древних и хорошо изученных ещё со времён… … Википедия
Понтийский язык — Самоназвание: ρομεικα Страны: Греция, Турция … Википедия
ποντιακός — ή, ό, Ν [πόντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τού Πόντου ή προέρχεται από τη χώρα τού Πόντου («ποντιακός χορός») 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ποντιακή και τα ποντιακά η ποντιακή διάλεκτος … Dictionary of Greek